λαίμαργα

λαίμαργα
λαίμαργος
greedy
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαίμαργα — επίρρ. βλ. λαίμαργος …   Dictionary of Greek

  • αδηφαγώ — ἀδηφαγῶ ( έω) (Α) [ἀδηφάγος] είμαι λαίμαργος, τρώγω λαίμαργα …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • απολάπτω — ἀπολάπτω (Α) [λάπτω] πίνω με τη γλώσσα όπως ο σκύλος, καταπίνω λαίμαργα …   Dictionary of Greek

  • βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • εγκάπτω — ἐγκάπτω (Α) χάφτω, καταπίνω λαίμαργα …   Dictionary of Greek

  • εντρώγω — ἐντρώγω (AM) τρώω κάτι λαίμαργα, καταβροχθίζω …   Dictionary of Greek

  • θοάζω — (I) θοάζω (Α) [θοός] 1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.) 2. βιάζω («τὶς ὅδ ἀγὼν θοάζων σε;» τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.) 3. επισπεύδω 4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» καταβρόχθιζαν λαίμαργα… …   Dictionary of Greek

  • καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] …   Dictionary of Greek

  • κατασικελίζω — (Α) φρ. «κατασικελίζω τυρόν» τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”